άσυρτος

άσυρτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει συρθεί
2. αυτός που δεν διασύρθηκε ή δεν κακολογήθηκε
3. ακατέργαστος
4. αχόρταγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”